σαρμανίτσα

σαρμανίτσα
η, Ν
είδος παιδικής κούνιας («η σαρμανίτσα κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσοβλαχικό sarmanit să]. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < σαμαρίτσα (< σαμάρι) με μετάθεση τού -ρ- και επίδραση τής λ. μάνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”